ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ - ΜΥΘΟΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ;
Μερικά απο τα κρυφά σχολειά ..........στο φως του Ήλιου.
Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλης, Ιωαννίνων, Αμπελάκια, Δημητσάνας
Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλης, Ιωαννίνων, Αμπελάκια, Δημητσάνας
ΓΡΑΦΕΙ Ο Ιωαννης Θεοδωρόπουλος
«Είτε από αδιαφορία είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Ελλάδα.
Οι πιο πραγματικοί εχθροί σ’ αυτή την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας, κι αν οι προσπαθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις η την αδιαφορία αυτού του πανίσχυρου κλήρου, που αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα του Ελληνικού έθνους,
πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τους Τούρκους».
Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν λίγο πριν από τον Αγώνα, από τον κληρικό και δάσκαλο του γένους Νεόφυτο Βάμβα διευθυντού της σχολής της Χίου.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός σε ένα γράμμα που έγραψε το 1779 αναφέρει τα ακόλουθα,
«Το κατ’ εμέ δε και περί εμέ φαίνονται πολλά και απίστευτα εις τους πολλούς και μήτε εγώ δύναμαι να καταλάβω……έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθων, δέκα σχολεία Ελληνικά εποίησα, και διακόσια δια κοινά γράμματα »
H ευρεία αξιοποίηση των Χριστιανών εξωμοτών στις ανώτερες θέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε σαν αποτέλεσμα η Ελληνική γλώσσα να εκτοπίσει εντελώς την βάρβαρη και ακατέργαστη Τουρκική μέσα από το παλάτι.
Μάλιστα και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, πέρα από τη φημολογούμενη ελληνική του καταγωγή, ο ίδιος μίλαγε άπταιστα και έγραφε Ελληνικά, ενώ μελετούσε επισταμένα την αρχαία Ελληνική Παιδεία.
Έτσι, ήδη από το έτος 1479 σώζονται οθωμανικά διπλωματικά έγγραφα «γεγραμμένα πάντα εν τη Ελληνική», η οποία ήταν «επισήμω τότε γλώσση του Οθωμανικού κράτους».
Γι’ αυτό και βλέπουμε όχι μόνο επί τουρκοκρατίας αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης τους Οθωμανούς αξιωματούχους να συνοδεύονται πάντα από έναν Έλληνα γραμματικό,
όπου ορισμένοι από αυτούς τους γραμματικούς λειτουργούσαν και ως άξιοι κατάσκοποι υπέρ των μαχητών της ελευθερίας.
Οι Έλληνες γραμματικοί ήταν άκρως απαραίτητοι στους Τούρκους και στους Αλβανούς πασάδες, διότι αυτοί συνέτασσαν την κρατική αλληλογραφία τους, η οποία ήταν γραμμένη στην Ελληνική γλώσσα.
Όλες οι αναφορές, τα διατάγματα ακόμα και τα φιρμάνια γράφονταν στην Ελληνική.
Οπότε, απορίας άξιον είναι (ρητορικό βεβαίως το ερώτημα) ποια γλώσσα άραγε παινεύεται ότι διέσωσε η Εκκλησία;
Την επίσημη κρατική και διπλωματική γλώσσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς,
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς,
αλλά απ’ ό,τι βλέπουμε επειδή η άρχουσα τάξη των μουσουλμάνων είχε στελεχωθεί από Έλληνες εξωμότες, εξαιτίας της μόρφωσης και της προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας τους,
πήρε τη θέση της επίσημης διπλωματικής γλώσσας της ισλαμικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γλώσσας της σουλτανικής διοίκησης!
Με λίγα λόγια, η Ελληνική παρέμεινε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας σε όλους τους τομείς!
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πώς τρεις είναι οι κύκλοι γνώσεων κατά την Τουρκοκρατούμενη περίοδο.
Ο πρώτος ο κατώτερος, το λεγόμενο σχολείο των κοινών και ιερών γραμμάτων,
ο δεύτερος παρέχει την Ελληνοπαιδεία δηλαδή την τεχνογνωσία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας.
Ο τρίτος, ο ανώτερος, παρέχει τη μελέτη της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Ο πρώτος παρουσιάζεται συνήθως ανεξάρτητος.
Τα σωζόμενα τεκμήρια μιλούν για μια σύσταση της Ιεράς Συνόδου προς τους Επισκόπους κατά τα τέλη του 16ου αιώνος, να μεριμνήσουν για την βασική οργάνωση της εκπαίδευσης, χωρίς να έχουμε στοιχεία ότι πραγματοποιήθηκε.
Το σίγουρο είναι ότι ο τοπικός παράγοντας και οι υπάρχουσες εκάστοτε οικονομικές δυνατότητες συντελούσαν στην οργάνωση των σχολείων αυτών.
Ικανοποιητικότερη, παρουσιάζεται η κατάσταση στην ανώτερη εκπαίδευση. Η δημιουργία μιας σχολής αυτού του επιπέδου, είναι οπωσδήποτε ένα σημαντικό γεγονός.
Η παρουσία εξ άλλου σε μια τέτοια σχολή ως διδακτικού προσωπικού λογίων με μεγάλη ακτινοβολία, συντελεί ώστε να πληθαίνουν τα τεκμήρια για την ιστορική επιβίωση της σχολής.
Στην περίοδο των επιβιώσεων, για να καλυφθεί το κενό ως την εποχή που αρχίζει η ανανέωση της νεοελληνικής παιδείας, στα τέλη περίπου του 16ου αι. τοποθετήθηκε ο μύθος για το Κρυφό Σχολειό.
Στην περίοδο των επιβιώσεων, για να καλυφθεί το κενό ως την εποχή που αρχίζει η ανανέωση της νεοελληνικής παιδείας, στα τέλη περίπου του 16ου αι. τοποθετήθηκε ο μύθος για το Κρυφό Σχολειό.
Ότι πρόκειται για μύθο αποδεικνύεται βασικά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει «καμμιά ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού» όπως υποστήριξε ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Το ίδιο υποστήριξε και ο Μ. Γεδεών πιο κατηγορηματικά: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων Βεζύρην η Αγιάννην εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν…..»
Ο Μανουήλ Γεδεών, ο βαθύτερος και ευρύτερος γνώστης των εκπαιδευτικών πραγμάτων της Τουρκοκρατίας, παρατηρεί επίσης τα ακόλουθα
« Το τρίωρον έξ της Κων/πολης χωρίον Πύργος , αρκετόν πληθυσμόν Ελληνικόν αριθμούν, είχε όχι σχολείον και διδάσκαλον, αλλ’ οικοδόμημα σχολείου (σχολικό συγκρότημα) το 1782 . Μοι επιβάλλεται να φρονώ ότι, ουδεμία κωμόπολις εστερείτο σχολείου και διδασκάλου».
Ας σημειωθεί πάντως ότι η μόρφωση, σε όλα αυτά τα χρόνια, από τη βασική βαθμίδα και πέρα, που και αυτή δεν την έφθαναν όλοι, αποτελούσε προνόμιο των ευπόρων.
Τα μοναστήρια προκειμένου να εξυπηρετήσουν δικές τους ανάγκες, δηλαδή να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν, οι νεοφώτιστοι μοναχοί, τότε οι παλαιότεροι αναλάμβαναν το ρόλο του δασκάλου.
αλλά αυτό δεν ήταν « Κρυφό Σχολειό».
Όλες οι ανώτερες σχολές με ελάχιστες εξαιρέσεις δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1669-1821.
Αυτές πάλι χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες.
Στην πρώτη ανήκουν οι σχολές της
Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας: Ιωάννινα ( σχολή Γκιούνμα και Μαρούτση), Άρτα, Μέτσοβο, Καστοριά, Κοζάνη, Μοσχόπολι, Σιάτιστα.
Στις άλλες περιοχές έχουμε
Στερεά: Αθήνα.
Θεσσαλία: Αμπελάκια.
Κυκλάδες: Πάτμος.
Μικρά Ασία: Σμύρνη,
Κων/πολη (Πατριαρχική).
Στη δεύτερη περίοδο οι αποκαλούμενες καινούριες, έχουμε Χίος, Σμύρνη (Ευαγγελική), Κυδωνιές, Κων/πολη (Κουρούτσεσμε).
Στην υπόλοιπη Ελλάδα: Μηλιές, Ζαγορά, Τίρναβος, Ιωάννινα (Καπλάνη), Δημητσάνα.
Η εικόνα που προσφέρει η Σμύρνη λίγο πριν από αγώνα είναι, ένας Ελληνικός πληθυσμός γύρω στις 40.000 κατοίκους, στο σύνολο των 120.000, έχει 8 κοινά σχολεία και 2 ανώτερα.
Τα σχολεία δημιουργήθηκαν κυρίως από χορηγούς, οι οποίοι ήσαν πλούσιοι Έλληνες έμποροι.
Με όσα εκτίθενται παραπάνω είναι σαφές ότι επαληθεύονται οι θέσεις του Νεόφυτου Βάμβα, ότι οι Τούρκοι δεν εναντιώθηκαν στην Ελληνική επιμόρφωση, αλλά δεν την χρηματοδοτούσαν.
Άρα δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης κρυφού Σχολειού, όταν νομίμως και φανερά λειτουργούσαν πλήθος σχολείων σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις όπου υπήρχαν Ελληνικοί πληθυσμοί, σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το «κρυφό σχολείο» είναι εφεύρεση του Ιερατείου προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του στη Ιστορία του Ελληνικού έθνους,
και να δικαιολογήσει την ισχνή και πολλές φορές αρνητική παρουσία του τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Δεν μπορούμε βεβαίως να παραβλέψουμε την μεγάλη προσφορά σε ατομικό επίπεδο πολλών κληρικών, αλλά ούτε και ότι μερικοί εξ’ αυτών διώχθηκαν από το Ιερατείο για τις πρωτοποριακές ιδέες τους.
Όπως τον Θεόφιλο Καϊρη τον δάσκαλο και διαφωτιστή της νεότερης Ελλάδος, που τον έσυραν οι θρησκευτικοί ηγέτες στις φυλακές, και όταν αποκαμωμένος πέθανε
του άνοιξαν την κοιλία και του έριξαν μέσα ασβέστη για να τον αποκαθάρουν από τα δαιμόνια τάχα ??
Βιβλιογραφία: Ιστορία του Ελληνικού έθνους
Εκδοτική Αθηνών τόμος ΙΑ΄ σελίδες 307, 308, 309, 310.
Εκδοτική Αθηνών τόμος ΙΑ΄ σελίδες 307, 308, 309, 310.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου